ἀμβλωθρίδιος

ἀμβλωθρίδιος
ἀμβλωθρίδιος
abortive child
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμβλωθρίδιος — ἀμβλωθρίδιος, ον (Α) [ἀμβλῶ] 1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύου β) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλωθρίδιοι — ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλωθρίδιον — abortive child neut nom/voc/acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλώ — ἀμβλῶ ( όω) (Α) ἀμβλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρ. ἀμβλίσκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος μσν. ἀμβλώθριον] …   Dictionary of Greek

  • αμβλώθριον — ἀμβλώθριον, το (Μ) [ἀμβλῶ] το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος) …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλωθριδίοις — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλωθριδίου — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλωθριδίων — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλωθριδίῳ — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλωθρίδια — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut nom/voc/acc pl ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”